- πέφτω
- ΝΜ1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε»)2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου», δημ. τραγούδιβ. «καὶ τὰ μαλίτζια μου ἔπεσαν ἀπὸ τὴν ἀλουτζίαν», Πρόδρ.γ. «έπεσαν τα φύλλα» δ. «έπεσαν τα φτερά του»)3. χάνω την όρθια θέση και γέρνω στο έδαφος, σωριάζομαι (α. «πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια στους αγρούς», Σολωμ.β. «έπεσε λιπόθυμος» γ. «...εὔκολα πᾱς νέος πέφτει κάτω», Διγ. Ακρ.)4. φονεύομαι («απ' το Χάρο λαβωμένος έπεφτε μεμιάς», Παλαμ.)5. ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιάζω (α. «θα πάω να πέσω σε λίγο» β. «νυστάζω, πέφτω τάχα τε, τυλίγομαι τὴν κάπαν», Πρόδρ.)νεοελλ.1. επιπίπτω, ενσκήπτω (α. «έπεσε αρρώστια» β. «έπεσε κατάρα...»)2. (για το σκοτάδι) επέρχομαι («καθώς έπεφτε το σκοτάδι»)3. περιέρχομαι στην κατοχή κάποιου («τού έπεσε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου»)4. (για ποσό ή περιουσία) επιδικάζομαι, αναλογώ στους δικαιούχους (α. «λίγα πέφτουνε στον καθένα μας» β. «τί σού έπεσε στο μερίδιό σου;»)5. επιδίδομαι με ζήλο, αφοσιώνομαι σε κάτι (α. «πέφτω στο διάβασμα» β. «έπεσε στα χαρτιά» γ. «πέφτω στις γυναίκες»)6. ελαττώνομαι, κοπάζω (α. «πέφτει ο αέρας» β. «έπεσε η φουρτούνα» γ. «έχει πέσει ο πυρετός»)7. αδυνατίζω, εξασθενώ («έχω πέσει πολύ τον τελευταίο καιρό»)8. (για αξίες ή νομίσματα) υποτιμώμαι ή ελαττώνομαι (α. «πέφτει το μάρκο» β. «έπεσε η τιμή τής σταφίδας» γ. «τού έχει πέσει ο αιματοκρίτης» δ. «πέφτει η πίεση τού αίματος»)9. (για θεατρικό ή κινηματ. έργο) αποτυγχάνω, διακόπτονται οι παραστάσεις («έπεσε πολύ γρήγορα το εναρκτήριο έργο»)10. ανατρέπομαι ή παραιτούμαι από αρχή ή αξίωμα (α. «έπεσε η κυβέρνηση» β. «πέφτει ο πρωθυπουργός»)11. (για πόλεις ή οχυρά) κυριεύομαι, παραδίδομαι («έπεσε το Τεπελένι»)12. (για έμβρυο) γεννιέμαι ή αποβάλλομαι (α. «το βράδυ τήν έπιασαν οι πόνοι και το πρωί τής έπεσε το παιδί» β. «σήκωσε βάρος και τής έπεσε το παιδί»)13. (για εορτές ή γεγονότα) συμπίπτω, συμβαίνω σε ορισμένη μέρα (α. «Τα Χριστούγεννα έπεσαν πέρυσι Πέμπτη» β. «τού Αγίου Γεωργίου πέφτει φέτος πριν από το Πάσχα»)14. (για τόπους, χώρες) βρίσκομαι (α. «κατά πού πέφτει η Λαμία;» β. «η ανατολή πέφτει προς τα εκεί»)15. (για όργανα τού σώματος) υφίσταμαι πτώση, παθολογική μετακίνηση προς τα κάτω («τής έπεσε η μήτρα»)16. φρ. α) «πέφτω σαν...» — εφορμώ, ρίχνομαι ορμητικά, βιαστικά ή λαίμαργα σε κάτι (α. «έπεσαν στο φαΐ σαν λύκοι» β. «λες κι έπεσε πάνω τους ακρίδα»)β) «πέφτω στην παγίδα» ή «πέφτω στο δόκανο» ή «πέφτω στη φάκα» — παγιδεύομαι, εξαπατώμαιγ) «πέφτω στα πόδια κάποιου» ή «τού πέφτω στα πόδια» ή «τού πέφτω στα γόνατα» ή «πέφτω στον λαιμό του» — προσπίπτω σε κάποιον, τον ικετεύωδ) «πέφτω στα χέρια κάποιου» — περιέρχομαι τυχαία στη δικαιοδοσία του ή συλλαμβάνομαι από κάποιονε) «πέφτω στα νύχια κάποιου» — εξαρτώμαι από το έλεος κάποιου, είμαι έρμαιο τής θέλησής τουστ) «πέφτω με το κεφάλι» ή «πέφτω με τα μούτρα σε κάτι» — αφοσιώνομαι ολόψυχαζ) «πέφτω έξω»i) (για πλοίο)εξοκέλλω, προσαράζωii) (για πρόσ.) σφάλλω, κάνω λάθοςiii) (για επιχείρηση) χρεωκοπώη) «πέφτω δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι»(για πλοίο)i) πλευρίζωii) (για πρόσ.) προσκολλώμαι σε κάποιον για να πετύχω κάτιθ) «πέφτω επάνω» — επιτίθεμαι σε κάποιον ή προσκρούω τυχαία ή συναντώ τυχαία κάποιονι) «πέφτω στη φωτιά [για κάποιον]» — είμαι έτοιμος να κάνω οποιαδήποτε θυσίαια) «πέφτω από κοντά» ή «πέφτω από δίπλα σε κάποιον» — πλησιάζω συνεχώς με φορτικότητα κάποιον για να πετύχω κάτιιβ) «πέφτω με κάποιον ή με κάποια» — πλαγιάζω μαζί, έχω σαρκικές σχέσειςιγ) «πέφτω στα γόνατα» — γονατίζωιδ) «πέφτω στην αγκαλιά κάποιου» — ρίχνομαι στην αγκαλιά κάποιου ή γίνομαι υποχείριό τουιε) «πέφτω στο στόμα» ή «πέφτω στη γλώσσα κάποιου» — δίνω σε κάποιον αφορμή να μέ σχολιάζει ή να μέ κακολογείιστ) «πέφτω στα μάτια» ή «πέφτω από τα μάτια κάποιου» — χάνω την εκτίμησή τουιζ) «πέφτω πολύ χαμηλά» — ξεπέφτω ηθικά, οι ενέργειές μου είναι αξιοκατάκριτεςιθ) «πέφτω στα μαλακά» — παθαίνω μικρές ζημιές ή υφίσταμαι μικρή τιμωρία, τή γλυτώνω φτηνάκ) «πέφτω στον ύπνο» — κοιμάμαι πολλές ώρεςκα) «πέφτω σε νάρκη» και «πέφτω σε λήθαργο» — βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκης ή ληθάργουκβ) «πέφτω σε κώμα» — περιέρχομαι σε κωματώδη κατάστασηκγ) (για γυναίκα) «αυτή πέφτει εύκολα» — αυτή είναι ευάλωτη σε ερωτικές προτάσεις ή επιθέσειςκδ) (για άντρα) «μού πέφτει» ή «μού έπεσε» — διακόπτεται η στύση τού πέουςκε) «μού πέφτει πολύ» ή «μού πέφτει λίγο» ή «μού πέφτει βαρύ» — είναι ανώτερο [ή κατώτερο] από τις δυνάμεις μου ή από την αξία μουκστ) «δεν μού πέφτει λόγος» — δεν δικαιούμαι να εκφέρω άποψηκζ) «μού πέφτει ο τσαμπουκάς» — δεν έχω τη δυνατότητα πλέον να απειλώ ή να προκαλώκη) «μού πέφτει η μύτη» ή «μού πέφτουν τα φτερά» — ταπεινώνομαι, χάνω την υπερηφάνεια ή την αυτοπεποίθησή μουκθ) «μού πέφτει το ηθικό» — μειώνεται το ηθικό μου, χάνω το θάρρος μουλ) «μού τήν πέφτουνε» — γίνεται εις βάρος μου απροσδόκητος και δυσάρεστος αιφνιδιασμόςλα) «πέφτει ξύλο» — γίνεται συμπλοκή, γίνεται ξυλοδαρμόςλβ) «πέφτει κανονίδι» και «πέφτουν πυροβολισμοί» — ακούγονται κανονιές, ρίχνονται πυροβολισμοίλγ) «πέφτουν τα μάτια μου επάνω σε κάποιον» — βλέπω ή παρατηρώ κάποιον τυχαία ή ξαφνικάλδ) «πέφτουν τα μούτρα μου» — ντρέπομαι πάρα πολύ, νιώθω μεγάλη αμηχανίαλε) «πέφτουν τ' απάκια μου» — πέφτουν τα νεφρά μου, με πονάει η μέση μου από την κούραση ή επειδή σήκωσα βάροςλστ) «πέφτουν τα φόντα μου» — χάνω το κύρος που είχα πρινλζ) «πέφτουν κεφάλια»i) εκτελούνται πολλοί με αποκεφαλισμόii) μτφ. χάνουν πολλοί τη θέση τους ή τιμωρούνται σκληράλη) «πέφτουν κορμιά» — σκοτώνονται πολλοίλθ) «πέφτει το ταβάνι να μέ πλακώσει» — νιώθω δυσάρεστη έκπληξη ή έντονη δυσφορία για κάτιμ) «πέφτουν βατράχια» ή «πέφτουν παπάδες» — βρέχει πολύ δυνατά17. παροιμ. α) «πέσε πίτα να σέ φάω» — λέγεται σε περίπτωση που κάποιος περιμένει ή ελπίζει κάτι χωρίς να καταβάλλει καμιά προσπάθειαβ) «όπου πέσει κι όπου σηκωθεί» — λέγεται για κάποιον που παραμένει, τελείως αδρανής, δεν κάνει τίποτε για το μέλλον τουγ) «όποιος δεν παινέσει το σπίτι του, πέφτει και τόν πλακώνει» — όποιος κατηγορεί κάποιον ή κάτι δικό του, ζημιώνει ο ίδιος περισσότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πίπτω, κατ' επίδραση τού αορ. έπεσα και με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου κλειστού συμφώνου -π- σε διαρκές -φ- πριν από το κλειστό -τ- (πρβλ. γραπτός > γραφτός)].
Dictionary of Greek. 2013.